φθειροπύλη

φθειροπύλη
ἡ, Α
ειρωνικό παρωνύμιο εταίρας, τής Φανοστράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + πύλη. Η αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «πόρτα, πύλη για τις ψείρες» και όχι η σημ. που προτείνεται από ορισμένους μελετητές «αυτή που στηριζόταν στην πόρτα και καθαριζόταν από τις ψείρες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φθειροπύλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειροπύλην — φθειροπύλη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”